Ήταν μια φορά ο Kωστίκας στο χωριό και αποφάσισε να πάει στην Aθήνα για μια βόλτα οπότε ετοιμάζει τα πράγματα του και ξεκινάει. Φτάνει λοιπόν στην Aθήνα και βρίσκει ένα καλό ξενοδοχείο για να μένει εκεί όπως κοιμόταν ωραία και καλά σκάει μύτη μια θεογκόμενα μισόγυμνη και το βάζει κάτω και του πετάει τα ματιά έξω. Tην επόμενη μέρα ευχαριστημένος ο Κωστίκας πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για να φύγει.
(Κωστικας) Παρακαλώ τι χρωστάω. (Λέει στον ταμία)
(Tαμίας) Tίποτα, εμείς σας χρωστάμε του λέει αυτός. Και του σκάει 200 ευρώ.
Ξαφνιασμένος ο Κωστικας φεύγει και γυρνάει πίσω στο χωριό του να πει στους υπόλοιπους τι του έτυχε. Φτάνει λοιπόν στο χωριό και τα λέει όλα στους συχωριανούς του όπως ακριβώς έγιναν. Aλλά όπως ήταν φυσικό κανένας δεν τον πίστεψε. Όμως ο φίλος του ο Γιωρίκας του είπε ότι για να του απόδειξη ότι έλεγε ψέματα θα πήγαινε ο ίδιος στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, και έτσι έγινε.
Όπως λοιπόν έφτασε ο Γιωρίκας στην αθήνα πήγε στο ίδιο μέρος και έγιναν ακριβώς τα ίδια. Σκάει μύτη πάλι η γκομενάρα έγινε ότι έγινε και αντί να πληρώσει την επόμενη μέρα του έδωσαν και σʼαυτον 200 ευρώ.
Oπότε γυρνάει ο Γιωρίκας στο χωριό και λέει στους υπόλοιπους ότι ο Κωστικας έλεγε την αλήθεια.
Aλλά Όπως ήταν και πάλι φυσικό κανένας δεν τον πίστεψε και τα έλεγε αυτά για να καλύψει το φίλο του. Στην παρέα όμως έτυχε να είναι και ο παπάς του χωριού και τους είπε
(παπάς) Tέκνα μου μη λέτε ψέματα είναι μεγάλη αμαρτία
(Γιωρίκας) Μα παπά μου αλήθεια λέμε άμα θες πήγαινε να δεις και μόνος σου
(παπάς) Θα πάω για να σας αποδείξω ότι λέτε ψέματα
Και έτσι ξεκίνησε και ο παπάς με προορισμό το περιβόητο ξενοδοχείο. Φτάνει λοιπόν και ξαπλώνει το βράδι για να κοιμηθεί ξαφνικά έρχεται πάλι μια γκομενάρα, βάζει κάτω τον παπά και αλλάζει και σʼαυτον τα φώτα. Πάει την επόμενη μέρα ο παπάς στη ρεσεψιόν να πληρώσει:
- Τη χρωστάω;
- Eσείς χρωστάτε; εμείς σας χρωστάμε και του σκάνε και 400 ευρώ.
- Μα στους άλλους γιατί δώσατε 200 ευρώ?
- Ε τσόντα με παπά πρώτη φορά γυρίζουμε.