Ήταν δύο αδελφάκια 8 και 10 χρόνων τόσο ζωηρά, που έμπλεκαν διαρκώς σε μπελάδες. Κάθε φορά που γινόταν κάτι περίεργο στη μικρή πόλη όπου ζούσαν, οι γονείς τους ήταν σίγουροι πως τα παιδιά τους ήταν ανακατεμένα με κάποιον τρόπο. Οι άνθρωποι είχαν πια χάσει την υπομονή τους ώστε αποφάσισαν κάποια μέρα να στείλουν τα παιδιά στον ιερέα της εκκλησίας της πόλης τους, μήπως και κατάφερνε να τα συνετίσει. Ο ιερέας συμφώνησε και τους ζήτησε να του στείλουν πρώτα τον μικρό και μετά το μεγαλύτερο. Όταν, λοιπόν, πήγε ο οκτάχρονος στην εκκλησία, κάθισε σε ένα σκαμνί απέναντι από τον ιερέα, ο οποίος κοιτάζοντάς τον για λίγο στα μάτια, τον ρωτάει:
- Που είναι ο Θεός;
Τίποτα ο μικρός. Ο ιερέας τον ξαναρωτάει:
- ΠΟΥ είναι ο Θεός;
Πάλι τίποτα ο μικρός. Δίνοντας μεγαλύτερη ένταση στη φωνή του, ο ιερέας ξαναρωτάει το μικρό κουνώντας με στόμφο το δείκτη του χεριού του:
- ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;
Αυτή τη φορά, ο πιτσιρίκος σηκώνεται απότομα από το σκαμνί και τρέχει βολίδα για το σπίτι του όπου πάει και κλείνεται μέσα στη ντουλάπα του δωματίου του. Το βλέπει αυτό ο μεγαλύτερος αδερφός και αφού ανοίγει τη ντουλάπα ρωτάει το μικρό τι συνέβη.
- Άσε! του λέει εκείνος. Αυτή τη φορά είμαστε στ' αλήθεια ΠΟΛΥ μπλεγμένοι! Έχασαν το Θεό και νομίζουν ότι εμείς τον κρύβουμε!