Κάποτε, σε ένα χωριό της Κρήτης παντρεύτηκε ο Σήφης τη Μαρία, μια νεαρή χήρα, που όμως έκανε θαύματα στο κρεβάτι. Τριαντάρης αυτός, εικοσάρα αυτή, έδιναν κάθε βράδυ στο κρεβάτι να καταλάβει. Όμως ο πατέρας του Σήφη τον έβλεπε συνέχεια να είναι πιο αδύναμος, να μην μπορεί να δουλέψει. Κατάλαβε δηλαδή ότι ζοριζόταν ο κακομοίρης κάθε βράδυ να τα βγάλει πέρα με τη Μαρία. Μια μέρα λοιπόν του λέει: - "Μωρέ Σήφη, ανησυχώ κοπέλι μου με την κατάστασή σου. Από πρώτος δουλευτής του χωριού έχεις γίνει σαν τον κακομοίρη. Αμέ μωρέ στο μπάρμπα σου στη Σητεία για καμιά βδομάδα να ξεκουραστείς γιατί δε σε βλέπω καλά." Στην αρχή του κακοφάνηκε του Σήφη, όμως και ο γιατρός του χωριού του είπε ότι η ιδέα του πατέρα του ήταν καλή. Σηκώνεται λοιπόν και πάει στο θείο του το Μανούσο για μια βδομάδα. Εκεί ξεκουράστηκε, μπήκε πάλι σε ρυθμούς κανονικούς και ήταν πια έτοιμος να γυρίσει. Στο δρόμο όμως προς το χωριό, του χαλάει το αυτοκίνητο και έπρεπε να κάνει την υπόλοιπη διαδρομή με τα πόδια. Ο δρόμος ανηφορικός, κατακαλόκαιρο, το νερό του είχε τελειώσει, αλλά ήξερε πως εκεί κοντά ήταν μια πηγή με δροσερό νερό. Πάει λοιπόν γρήγορα γρήγορα και βλέπει μια σαρανταριά κατσίκες σε ένα μαντρί, που τις είχε αφήσει ο βοσκός τους να τις πηδήξει ο τράγος. Παρατηρούσε λοιπόν τον τράγο να κάνει ότι μπορεί για να μην αφήσει παραπονεμένες τις κατσίκες. Ξαφνικά ο τράγος πέφτει κάτω αποθεωμένος από μια μικρή κατσικούλα και δε φαινόταν να είναι πολύ καλά. Γυρίζει λοιπόν ο Σήφης και του λέει: - "Ρε κακομοίρη, δεν έχεις κανένα μπάρμπα στη Σητεία να πας να ξεκουραστείς;"